Πολύλακκος Κοζάνης: Μαρτυρικό χωριό.
20 Αυγούστου 1943 η μεγάλη θυσία και η βαριά παρακαταθήκη. Μια θυσία που κατήργησε το χρόνο υπέρ της μνήμης, της Αιώνιας Μνήμης.
Τιμή, δόξα και χρέος είναι η δική μας ευθύνη.
Σήμερα νιώθουμε να αγγίξαμε τις ψυχές τους παππούδων μας.
Η θυσία τους αναγνωρίστηκε από την Πολιτεία χαρακτηρίζοντας το χωριό μας, τον Πολύλακκο Βοΐου Κοζάνης σαν Μαρτυρικό χωριό στις 8/8/2025.
Τι ήταν αυτή η Αποφράδα ημέρα άραγε; Τι συνέβη; Πως εκδηλώθηκε η θηριωδία των χιτλερικών- Ναζιστικών στρατευμάτων;
Νομίζω πως ο μεγάλος Δάσκαλος μας ο Ιωάννης Τζιμόπουλος που έζησε τα γεγονότα την περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο στο βιβλίο του. «ΠΟΛΥΛΑΚΚΟΣ
Ενα Δυτικομακεδονικό χωριό».
« Η 20ή Αυγούστου 1943 παρέμεινε στην ιστορία του Πολυλάκκου σαν η τραγικότερη μέρα των νεότερων χρόνων, γιατί την μέρα αυτή χάθηκαν 10 έγκριτοι κάτοικοι του, κάτω από τις πιο βαριές και οδυνηρές συνθήκες.
Πολύ πρωί της μέρας εκείνης, δύναμη Γερμανικού στρατού ξεκίνησε με μεγάλα και βαριά αυτοκίνητα να κάνει αναγνώριση στα χωριά Πολύλακκο, Τραπεζίτσα, Πανάρετη, Αξιόκαστρο και Κλήμα.
Τις πρωινές ώρες της μέρας εκείνης οι κάτοικοι του Πολύλακκο σαν άκουσαν το πέρασμα των Γερμανικών οχημάτων άρχισαν να βυθίζονται σε αγωνιώδης σκέψεις. Γι’ αυτό και έπιασαν τα ψηλότερα μέρη του χωριού στα δυτικά απ´ αυτό, με στραμμένα τα βλέμματα τους στην δημόσια οδό παρακολουθώντας την κατεύθυνση που έπαιρνα τα γερμανικά αυτοκίνητα. Κανένας απ’ το χωριό αυτό δεν πηγαίνει σε δουλειές την ημέρα εκείνη, σα να προαισθανόταν το μεγάλο κακό, που θα γινόταν στο χωριό τους.
Έτσι μια ομάδα κατοίκων του χωριού , είχε πιάσει το λοφίσκο του εικονοστασίου του Αγίου Νικολάου που σήμερα έχει ισοπεδωθεί ενώ άλλη μία βρισκόταν στον περίβολο του ναού του Αγίου Νικολάου μέσα στους οποίους κι αυτός που σέρνει τούτες τις γραμμές. Τα γερμανικά στρατεύματα κατευθυνόταν προς το χωριό Κλήμα όπου υπήρχαν ΕΛΑΣΙΤΕΣ που απαντούσα στα γερμανικά πυρά. Γερμανοί οργισμένοι ύστερα από σκληρή μάχη κατάφεραν να νικήσουν τους ΕΛΑΣΙΤΕΣ και τους ανάγκασαν να κατευθυνθούν προς το Κλιματάκι. Οι Γερμανοί θυμωμένοι κατέβηκαν στο Κλήμα και το έβαλαν φωτιά.
Όταν όμως επέστρεφαν στην βάση τους ακολουθώντας την ίδια διαδρομή ένα από τα αυτοκίνητα τους πατώντας σε νάρκη, που είχαν βάλει Άγγλοι Κομάντος με άντρες υου ΕΛΑΣ τινάχτηκε, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του, ένας Γερμανός στρατιώτης, που την πλήρωσαν 10 κάτοικοι του Πολυλάκκου και να πω:
Με την έκρηξη της νάρκης και το σκοτωμό του στρατιώτη οι Γερμανοί κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα τους και άρχισαν να επισκόπου γύρω τους. Ειδαν κοντά τους δύο βοσκούς που ήταν αδέρφια από το Πολύλακκο, Θωμάς και Δημήτριος παιδιά του Λαζάρου Ευαγγέλου και από τους οποίους ο μεν πρώτος ηλικίες 31 χρονών άγαμος με ένα τεκνό ενώ ο άλλος ηλικίες 24 χρονών και άγαμος υποχρεώθηκαν να οδηγήσουν τους Γερμανούς στο Πολύλακκο. Δεν ακολούθησαν τον κανονικό δρόμο αλλά μέσα από κοντινούς χωματένιος δρόμους κατευθύνθηκαν στο χωριό. Οι πιο πολλοί κάτοικοι έφυγαν από το χωριό προς τους γύρω λόφους ενώ έμειναν λίγοι πίσω γιατί πίστευαν ότι οι Γερμανοί όπως είχαν δηλώσει δεν πειράζουν ανθρώπους που ασχολούνται γενικά με τα ειρηνικά τους έργα. Έτσι φτάνουμε στο χωριό καταβεβλημένοι από την Αυγουστιάτικη ζέστη τον πρώτο που συνάντησαν ήταν ο γέρο-Δημήτρης Κ. Ντίνας τον οποίο και έστειλαν στα σπίτια του χωριού να καλέσει τους άντρες. Αυτοί θα συγκεντρώνονταν στο κωδωνοστάσι του Αγίου Νικολάου στον ίσκιο του οποίου έκατσαν κι εκείνοι για να ξεκουραστούν. Οι κάτοικοι του χωριού που κλήθηκαν βγήκαν ανύποπτοι από τα σπίτια τους και κατευθύνθηκαν στο κωδωνοστάσι. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς πήραν μαζί τους πεπόνια και καρπούζια δικής του παραγωγής που τα φύλαγαν στα σπίτια τους για να τους τα προσφέρουν χωρίς να σκεφτούν πως αυτοί στους οποίους δείχνουν τα αισθήματα της φιλοξενίας τους θα γινόταν ύστερα από λίγες ώρες οι δήμιοι τους.
Έτσι στο κωδωνοστάσι που βρισκόταν οι Γερμανοί στρατιώτες με τα δύο αδέρφια προσήλθαν και οι παρακάτω. Ζωής Μουτσιούλης 68 χρονών, Ιωάννης Γ Διαμαντόπουλος 61 χρονών , Αθανάσιος Γ Γούτσης 61 χρονών , Νικόλαος Δ Μπαιρακταρης 50 , Ιωάννης Μ Στάθης 47, Αθανάσιος Σ Παπαγιαννόπουλος 41 χρόνων, Δημήτριος Ι. Γάκης 40 χρονών, Θεόδωρος Γ Καραπάντος 36 και Θωμάς Αθ Γούτσης 29 χρονών.
Για να τους παραπλανήσουν τους είπαν πως τους παίρνουν μαζί τους για να φτιάξουν ένα τμήμα του δρόμου που δυσκολεύει την διάβαση των αυτοκινήτων τους γι’ αυτό και έστειλα σπίτια 2-3 από αυτούς να πάρουν μαζί τους εργαλεία δηλαδή φτυάρια, σκεπάρνια κτλ. Ο ένας Γερμανός ανέβηκε στο κωδωνοστάσι και αφαίρεσε το σκοινί της καμπάνας πράγμα που έκανε τους κατοίκους του χωριού που περίμεναν να υποψιάζονται για τη ζωή τους. Ξεκίνησαν λοιπόν αφού απομάκρυναν μόνο το Δημήτρη Ντίνα.
Κάποιοι σκέφτηκαν να φύγουν απ’ τη γραμμή αλλά φοβήθηκαν ότι η ενέργεια τους αυτή θα βλάψει τους υπόλοιπους συγχωριανούς τους. Κατέβηκαν την «Φοραδίτσα» και άρχισαν να ανεβαίνουν στη θέση «Φωτεινού». Έτσι από τις 11 εκείνες αθώες υπάρξεις που πορεύονται με την ψυχή τους πλημμυρισμένη από μεγάλη αγωνία σκοτώθηκαν οι 10 για να πληρωθεί το αίμα του γερμανικού στρατιώτη που σκοτώθηκε από τη νάρκη.
ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Ο ΣΚΟΤΩΜΟΣ ΤΟΥΣ
Όταν έφτασε στη θέση «Φωτεινού» οι 11 κάτοικοι του Πολυλάκκου διατάχθηκαν να καθίσουν κάτω από τον ίσκιο μιας γέρικης και φουντωτής αγριογκορτσιάς. Πίστευαν πως στην θέση αυτή θα έστηναν οι Γερμανοί δικαστήριο και θα τους καλούσα να απολογηθούν. Δυστυχώς όμως γελάστηκαν γιατί ο τόπος εκείνος αντί να γίνει τόπος δικαστηρίου έγινε για αυτούς τόπος μαρτυρίου, σωστός Γολγοθάς. Όλοι τότε κατάλαβαν πως οι στιγμές που περνούν είναι οι τελευταίες της ζωής τους. Γι’ αυτό και άρχισαν να περιφέρουν γύρω την μάτια τους ατενίζοντας για τελευταία φορά το χωριό τους, τα σπίτια τους και τα αγροκτήματα τους. Και έβλεπαν εκείνη τη στιγμή με τα μάτια της φαντασίας τους τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, τους γονείς και τα αδέρφια τους να σκέφτονταν πόσο μεγάλες θα ήταν οι αγωνιώδης στιγμές που περνούσαν εκείνοι. Και ενώ ΣΠ αυτούς ήταν στραμμένη η προσοχή τους, όμως μερικοί έλπιζαν πως κάποιος από τους Ελληνες εκείνους, που ξεσηκώθηκαν κατά των Γερμανών, θα έρριχνε κάποια τουφεκιά στον αέρα για να τους φοβίσει και να φύγουν. Δυστυχώς όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο, για να φτάσει αμέσως η καταραμένη στιγμή. Οι μελλοθάνατοι διατάσσονται να σηκωθούν και να σχηματίσουν γραμμή με μέτωπο το εκτελεστικό απόσπασμα του οποίου οι άντρες κρατούν στα χέρια τους όπλα, που έφερναν την ονομασία ΤΟΜΣ. Και επειδή το σύνολο των αντρών του Πολυλάκκου που οδηγήθηκαν στον τόπο εκείνο ήταν 11 διατάχθηκε ο Αθανάσιος Γούτης να βγει από τη γραμμή, όχι γιατί το λυπήθηκα αλλά για να εφαρμόσουν τον κανονισμό τους που έλεγε: «Οταν σκοτώνεται από τους Ελληνες ένας Γερμανός τότε το αίμα του πληρώνεται με τη ζωή 10 Έλλήνων». Εκείνη τη στιγμή καταφάνηκε το μέγεθος της πατρικής στοργής. Όταν ο Αθανάσιος Γούτσης διατάχθηκε να βγει από τη γραμμή εκείνος προχώρησε στη θέση του γιου του Θωμά, ωθώντας τον για να πάρει τη θέση του. Ο Γερμανός όμως αξιωματικός διψώντας για αίμα νέων στην ηλικία Ελλήνων, σπρώχνει τον πατέρα έξω απ’ τη γραμμή της δεκάδας. Επακολούθησαν τότε σπαρακτικές παρακλήσεις στους Γερμανούς, να τους χαρίσουν τη ζωή. Οι παρακλήσεις τους όμως πήγαν χαμένες. Οι σκληροτράχηλοι Γερμανοί που τους άκουαν δε συγκινήθηκαν καθόλου. Μπορεί να μην καταλάβαιναν τι τους έλεγαν, γιατί δε γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα, από τις κινήσεις τους όμως εννοούσαν τι ζητούσαν.
Και αφού οι 10 Έλληνες κατάλαβαν, πως δεν περνούν οι θερμές τους παρακλήσεις, πήραν τη θέση χαλύβδινης στήλης και με ζητοκραυγές για την Ελλάδα δέχτηκαν το θάνατο, δίνοντας στη θέση «Φωτεινού» του χωριού τους το αθώο αίμα τους για να ποτιστεί το Ελληνικό αυτό κομμάτι γης όπως ποτίζονταν καθημερινά όλοι οι τόποι της.
Έτσι το θανάσιμο βογγητό τους ακούστηκε εκείνη τη στιγμή από τα 10 σωριασμένα σώματα αθώων Ελλήνων χωρικών, το συνεπήραν τα κύματα του αέρα, για να ακουστεί απ´ τον πολιτισμένο κόσμο, ποιοι ήταν οι στρατιώτες του Γερμανού Αδόλφου Χίτλερ.
Και όταν οι εδώ και εκεί σκορπισμένοι Πολυλακκιώτες άκουσαν τους θανάσιμους πυροβολισμούς, που βγήκαν από τα Γερμανικά «ΤΟΜΣ» άρχισαν δειλά και σιγανά να πλησιάζουν στο χωριό για να εξακριβώσουν, τι έγιναν εκείνοι που απόμειναν σ’ αυτό, για να δείξουν στους Γερμανούς πως είναι νομοταγείς. Μικροί τότε και μεγάλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, που είχαν απομακρυνθεί για το χωριό και είχαμε μεταβεί στη θέση «Καβαλάρης», συγκεντρώθηκαν στο χωριό και ανυπομόμονα περίμεναν να μάθουν, ποιο ήταν το αποτέλεσμα. Κι ενώ μεγάλη ανησυχία επικρατούσε σε όλους γενικά, βλέπουν να προβάλλει μπροστά τους ένας συγχωριανός τους, ο Αθανάσιος Γούτσης, που τη στιγμή εκείνη είχε μεταβληθεί σε ένα ράκος, γιατί παρακολούθησε με τα μάτια του τον ομαδικό σκοτωμό των 10 συγχωριανών του, μέσα στους οποίους και τον γιο του, Θωμά. Ασθμαίνοντας λοιπόν, τρέμοντας και μην μπορώντας να μιλήσει από το μεγάλο ψυχικό κλονισμό του, πρόφτασε μόνο να πει:
«Τους σκότωσαν όλους» οπότε και έπεσε λιπόθυμος.
Το τι επακολούθησε τότε, δεν μπορεί εύκολα ανθρώπινη γραφίδα να περιγράψει. Ολόκληρο το χωριό πλημμύρισε από θρήνους, από κοπετούς και από παράφρονες εκδηλώσεις. Συγγενείς των νεκρών έτρεξαν αμέσως τον τόπο του μαρτυρίου, όπως φίλοι και συγχωριανοί τους, ενώ άλλοι έθεσαν σε κίνηση το αργοκίνητα βόδια τους οδηγώντας με τα κάρρα τους που είχαν μετατραπεί σε νεκροφόρες, για να μεταφέρουν τους νεκρούς στο νεκροταφείο του χωριού. Εκεί έγινε ο ενταφιασμός τους από όλους τους κατοίκους του χωριού μέσα σε ατμόσφαιρα παραφροσύνης γεμάτη από κατάρες ενάντια στους δολοφόνους Γερμανούς.»
Δημήτρης Γάκης