Μπορεί η διαφαινόμενη αντίδραση πολλών χωρών του ευρω-νότου, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, στην πρόταση της Κομισιόν, που απηχεί τις επιδιώξεις των βόρειων χώρων-μελών της Ε.Ε. να οδηγήσει τελικά σε έναν πολιτικό συμβιβασμό. Η διέξοδος θα προβλέπει επιμήκυνση αφενός του χρόνου πλήρους εφαρμογής των αποφάσεων, προβλέποντας μια ικανή μεταβατική περίοδο προσαρμογής, πιθανά τριετή, προκρίνοντας αφετέρου -το κυριότερο- ένα ήπιο ή έστω μέσο σενάριο, από τα πολλά που είναι στο τραπέζι.
Αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Είναι πλέον μονόδρομος. Η ώρα που στην Ελλάδα η μέση τιμή του πακέτου των 20 τσιγάρων, που σήμερα βρίσκεται στα επίπεδα των 4,6 ευρώ, θα «απογειωθεί» σε εκείνα των 6 και 7 ευρώ δεν είναι και πολύ μακριά. Ασφαλώς και θα είναι σημαντικό για τους καπνιστές να μη φτάσει ακόμη και στα 28 ευρώ το πακέτο, που περιλαμβάνενται στα ακραία σενάρια. Αλλά και τα 6 ή τα 7 ευρώ τιμής απηχούν αυξήσεις 52,2% ή 73,9% σε σχέση με σήμερα. Αυξήσεις που θα επιβαρύνουν καθ’ ολοκληρίαν τον καπνιστή, καθώς όσο και να ήθελαν δεν μπορούν να τις απορροφήσουν οι καπνοβιομηχανίες.

Το πρόβλημα με τον ΕΦΚ
Πόσοι μύθοι όμως και πόσες αλήθειες κρύβονται πίσω από την αναστάτωση που προκαλεί αυτή η συζήτηση; Ολοι οι Ελληνες γνωρίζουν ότι εδώ και δεκαετίες η προσφυγή στην αύξηση της τιμής των τσιγάρων, μέσω της αύξησης του κρατικού φόρου, αποτελεί την προσφιλέστερη διέξοδο για να τονωθούν τα δημόσια έσοδα. Ακόμα και σε περιόδους κρίσεων, μειωμένης καταναλωτικής δύναμης, οι εκάστοτε κυβερνήσεις επέμειναν σε αυτόν τον «κανόνα». Ηταν η εύκολη και άμεση «λύση». Εύλογα σήμερα όμως, ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης, όπως ανέφερε στο πρόσφατο ECOFIN, θεωρεί ότι μια υπέρμετρη και απότομη αύξηση του ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα πρέπει να αποφευχθεί.
Η ανησυχία του αφορά το ότι μια τέτοια αύξηση της τιμής θα οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης υπέρ του λαθρεμπορίου. Οπότε και οι θεωρητικοί στόχοι της Ε.Ε. θα οδηγηθούν σε «ναυάγιο». Και τα έσοδα δεν θα αυξηθούν, μάλλον θα μειωθούν, και η υγεία των καπνιστών θα γίνει ακόμα πιο επισφαλής, καθώς πολλοί θα στραφούν σε αμφίβολης ποιότητας προϊόντα.
Μια ισχυρή μείωση των κρατικών εσόδων από τον ΕΦΚ στα τσιγάρα θα δημιουργήσει πρόβλημα. Στα εντυπωσιακά αποτελέσματα της τελευταίας εξαετίας στο κεφάλαιο της βελτίωσης των δημοσιονομικών μεγεθών, τα έσοδα από τον ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα έχουν συμβάλει καθοριστικά. Παραμένοντας η δεύτερη σημαντικότερη πηγή εσόδων μεταξύ των ΕΦΚ. Η συνεισφορά τους πέρυσι ήταν περίπου το 32% των συνολικών εσόδων από ΕΦΚ, με τα ενεργειακά προϊόντα να προηγούνται αποδίδοντας το 58%.
Τα συνολικά έσοδα από ΕΦΚ καπνού στην Ελλάδα υπερβαίνουν σταθερά τα 2 δισ. ευρώ ετησίως από το 2013 και μετά. Από το 2017 βρίσκονται σε σταδιακή ανοδική τάση, έχοντας φτάσει το 2024 στα 2,3 δισ. περίπου.
Ετσι η Αθήνα θεωρεί πως η δρομολογούμενη νέα ισχυρή αύξηση του ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα πρέπει να γίνει με αρκούντως σχεδιασμένο τρόπο και προσεκτικά βήματα, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ.
Οι τιμές στην Ευρώπη
Η αλήθεια είναι ότι οι επιβαρύνσεις στις τσέπες των καπνιστών από τις αυξήσεις στα καπνικά θα είναι μεγάλες, έστω και σε βάθος χρόνου. Από την άλλη, όμως, όσο κι αν σε πολλούς φανεί περίεργο, το κάπνισμα στην Ελλάδα, συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παραμένει φθηνό.
Σύμφωνα με την παγκοσμίως έγκυρη, γερμανική διαδικτυακή πλατφόρμα δεδομένων Statista, τον περασμένο Αύγουστο στην Ελλάδα η μέση τιμή του πακέτου 20 τσιγάρων βρισκόταν στα 4,96 ευρώ. Αυτή αντιστοιχεί στην τρίτη φθηνότερη τιμή ανάμεσα στις 27 χώρες της Ε.Ε. Πιο φτηνά είναι τα τσιγάρα μόνο στη Βουλγαρία, στα 3,69 ευρώ το πακέτο, και στην Πολωνία, στα 4,88 ευρώ. Στον αντίποδα, οι Ιρλανδοί πληρώνουν το ίδιο πακέτο στο εξωφρενικό ποσό των 18,94 ευρώ, ενώ ακολουθούν οι Γάλλοι με τιμή 14,25 ευρώ, οι Ολλανδοί με 12,42 ευρώ και οι Φινλανδοί με 12,24 ευρώ. Η μέση ευρωπαϊκή τιμή στους «27» βρίσκεται στα 7,64 ευρώ, ενώ σε 15 κράτη κυμαίνεται μεταξύ 5,23-6,77 ευρώ.
Οι στόχοι των Βρυξελλών
Γιατί όμως η Κομισιόν θέτει επιτακτικά το θέμα; Μια αρχική απόπειρα αναθεώρησης της επίμαχης Οδηγίας είχε κάνει και το 2022, αλλά σταμάτησε εν τω γεννάσθαι. Πέρυσι, όμως, επανήλθε δημοσιεύοντας μια επικαιροποιημένη μελέτη επιπτώσεων, λαμβάνοντας υπόψη και πρόσθετες μεταβλητές, όπως ο πληθωρισμός και στη συνέχεια κατέληξε σε ένα σχέδιο που ήδη συζητήθηκε σε πρώτο στάδιο από το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών πριν από λίγες ημέρες. Στη «φιλοσοφία» της Επιτροπής προμετωπίδα είναι η καταπολέμηση του καπνίσματος για την προφύλαξη της υγείας των πολιτών. Αύξηση του ΕΦΚ, άρα και της τελικής τιμής των τσιγάρων, αποθαρρύνει την αγορά τους, άρα βελτιώνει τα υγειονομικά δεδομένα.
Οι Βρυξέλλες, ωστόσο, πασχίζουν σε βελτιωμένα πανευρωπαϊκά έσοδα μέσω της αύξησης του ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα, καθώς υπάρχει και κάτι ακόμα πιο «βαθύ». Η δεδομένη ανάγκη για νέους τρόπους χρηματοδότησης του κοινοτικού προϋπολογισμού. Το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. τελειώνει του χρόνου, ενώ έχουν προκύψει νέες έκτακτες μεγάλες ανάγκες, όπως οι δαπάνες της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, αλλά και το κόστος της νέας εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ. Και ένας ικανός νέος τρόπος δημιουργίας νέων πόρων είναι η διοχέτευση μέρους των εσόδων των κρατών από τον αυξημένο ΕΦΚ στα τσιγάρα, να διοχετεύεται στα κοινοτικά ταμεία. Θέμα που θα αποτελέσει ένα νέο μέτωπο τριβών και συγκρούσεων στο εσωτερικό της Ε.Ε.
Από την άλλη πλευρά, ειδικοί της δημόσιας υγείας επιμένουν ότι η αύξηση της τιμής των τσιγάρων είναι το αποτελεσματικότερο αντικαπνιστικό μέτρο, λειτουργώντας ως το ουσιαστικότερο αντικίνητρο, καθώς τα στοιχεία μεταξύ 2009-2023 δείχνουν ότι κάθε αύξηση 10% στην τιμή οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης από 4% έως 6%. Επομένως, η Ελλάδα, που συγκαταλέγεται ακόμη στις χώρες της Ε.Ε. με πολύ υψηλό ποσοστό καπνιστών, καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην προστασία της δημόσιας υγείας και την οικονομική παράμετρο ενός επιβλαβούς προϊόντος που, όμως, εξακολουθεί να αποφέρει σημαντικά φορολογικά έσοδα.
Επιπτώσεις στην οικονομία
Πέρα από τις επιπτώσεις στις τσέπες των καπνιστών, μια υπερβολική άνοδος της τιμής των τσιγάρων, με όχημα την εκτόξευση του ΕΦΚ, θα έχει άμεσες και έμμεσες συνέπειες στις οικονομίες. Χωρίς να επεκταθεί, ο κ. Πιερρακάκης έδωσε στο ECOFIN το στίγμα αυτών των επικίνδυνων συνεπειών, λέγοντας ότι «αν οι τιμές, τόσο στα παραδοσιακά όσο και στα καινοτόμα προϊόντα, αυξηθούν απότομα και περισσότερο απ’ όσο μπορεί να αντέξει η αγορά, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν η επίδραση στην εξίσωση της ανταγωνιστικότητας. Μια εξίσωση που αγγίζει τις επενδύσεις και τις εξαγωγές».
Από την έκθεση του ΚΕΠΕ προκύπτει σαφής ανησυχία για το πόσο θα επηρεαστούν οι ελληνικές εξαγωγές. Η Ελλάδα και πέντε ακόμη χώρες της Ε.Ε. κατέχουν εξαγωγές καπνού ως ποσοστό των συνολικών εξαγωγών τους σε αγαθά, μεγαλύτερες εκείνου για την Ε.Ε. Και διατηρεί θετικό ισοζύγιο στον καπνό, τόσο πέρυσι, αλλά και για τις προηγηθείσες περιόδους 2020-2023 και 2015-2019. Ειδικότερα το 2024, η Ελλάδα κατέλαβε τη 2η θέση σε επίπεδο χωρών-μελών της Ε.Ε. στο μερίδιο εξαγωγών καπνού, με 2,04%, πίσω μόνο από τη Ρουμανία με 2,21%. Και παρουσίασε πλεόνασμα 514 εκατ. ευρώ το 2024, κάτι που σημαίνει ότι ο καπνός είναι για τη χώρα μας ένας από τους λίγους πλεονασματικούς κλάδους αγαθών.
Η ανησυχία για τις εξαγωγές είναι ακόμη πιο σοβαρή για τα θερμαινόμενα προϊόντα. Η Ελλάδα έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε εξαγωγικό κόμβο γι’ αυτά, φιλοξενώντας μονάδες παραγωγής υψηλής προστιθέμενης αξίας, με έμφαση στην καινοτομία και διανομή προς αγορές του εξωτερικού. Το θεσμικό και φορολογικό πλαίσιο που ίσχυε έως σήμερα -με φορολόγηση βάσει βάρους καπνού- παρείχε σταθερότητα, προβλεψιμότητα και συγκριτικό κόστος, ενισχύοντας τη θέση της χώρας στον ευρωπαϊκό και διεθνή χάρτη.
Η επικείμενη αναθεώρηση της TED αναμένεται να επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής και διακίνησης καθώς και στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου, που αναμένεται να μειωθεί επειδή η Ελλάδα εξάγει θερμαινόμενα προϊόντα σε χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης, όπου ενδέχεται η ζήτηση να συρρικνωθεί.
Ακόμη προκύπτει κίνδυνος μετεγκατάστασης παραγωγικών μονάδων εξαιτίας μιας αλλαγής της στρατηγικής των πολυεθνικών του κλάδου, εάν η Ελλάδα χάσει τη φορολογική της ελκυστικότητα. Υπόψη ότι ο κλάδος των καπνικών προϊόντων συμβάλλει με ποσοστό πάνω από το 1,5% στο ΑΕΠ, ενώ υποστηρίζει χιλιάδες θέσεις εργασίας. Μοιραία θα υπάρξουν επιπτώσεις στην απασχόληση. Το κυριότερο, η Ελλάδα, από παραγωγός και εξαγωγέας, θα κινδυνεύσει να περιοριστεί σε ρόλο καθαρού εισαγωγέα.

Το παράνομο εμπόριο
Το 2009, το παράνομο εμπόριο αντιστοιχούσε στο 3% της αγοράς, αλλά η απότομη αύξηση των φόρων λόγω μνημονίων έως το 2013 το εκτόξευσε στο 24%-25%. Σύμφωνα με την έκθεση της KPMG του περασμένου Ιουλίου, η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα στην καταπολέμηση του λαθρεμπορίου τσιγάρων. Το 2024, το ποσοστό των παράνομων τσιγάρων στην Ελλάδα εκτιμήθηκε στο 17,5% της συνολικής κατανάλωσης, το χαμηλότερο σημείο της τελευταίας δεκαετίας. Συνολικά, πέρυσι, καταναλώθηκαν 2,5 δισ. παράνομα τσιγάρα, ενώ τα χαμένα έσοδα για τα δημόσια ταμεία υπολογίζονται σε 438 εκατ. ευρώ για το 2024 από 620 εκατ. το 2023.
Τούτο, όταν συνολικά σε επίπεδο Ε.Ε. καταναλώθηκαν 38,9 δισ. παράνομα τσιγάρα και οι απώλειες εσόδων για τα δημόσια ταμεία των «27» υπολογίζονται σε 14,9 δισ. ευρώ, 3,3 δισ. παραπάνω από το 2023.
Αρνητική πρωτιά στην καταπολέμηση του λαθρεμπορίου κατέγραψε η Γαλλία. Η κατανάλωση παράνομων τσιγάρων αντιπροσώπευσε το 37,6% της συνολικής κατανάλωσης τσιγάρων στη χώρα, παρουσιάζοντας τη μεγαλύτερη αύξηση συγκριτικά με όλες τις χώρες για το 2023. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συνέβη ενώ η Γαλλία προσπαθεί να αντιμετωπίσει την εξάπλωση του καπνίσματος επιβάλλοντας βαρύτατους φόρους, που εκτόξευσαν τις τιμές του πακέτου κατά μέσο όρο στα 14 ευρώ, ενώ το 2026 θα αυξηθούν περαιτέρω στον βωμό του στόχου για «την πρώτη γενιά με μηδενικό κάπνισμα το 2032». Προς το παρόν, το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν να στραφούν οι καπνιστές ακόμα πιο βαθιά στο λαθρεμπόριο.
Καπνίζουμε ακόμα πολύ
Είναι οι Ελληνες θεριακλήδες; Η πλήρης αλήθεια είναι ότι η έντονη αντικαπνιστική εκστρατεία των τελευταίων χρόνων, οι απαγορεύσεις του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους, καταστήματα και χώρους εργασίας, σε συνδυασμό με τις μεγάλες αυξήσεις των τιμών των καπνικών προϊόντων από το 2009 και εντεύθεν έχουν μειώσει θεαματικά την κατανάλωση τσιγάρων στη χώρα μας.
Πράγματι, από τα 33 δισ. τσιγάρα που κατανάλωσαν οι Ελληνες το 2002, πέρυσι μειώθηκαν στα μόλις 18 δισεκατομμύρια. Αλλά και πάλι οι Ελληνες καπνιστές είναι πολλοί και καπνίζουν πολύ συγκριτικά με άλλους Ευρωπαίους.
Σύμφωνα με την τελευταία ειδική έκδοση του Ευρωβαρόμετρου της περιόδου 2020-2023, η Ελλάδα φιγουράρει στη δεύτερη θέση όσον αφορά τον αριθμό των καπνιστών ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε., καθώς το 36% των Ελλήνων καπνίζει. Προηγείται μόνο η Βουλγαρία με 37% και μας ακολουθούν Κροατία με 35% και Ρουμανία με 34%. Η Σουηδία έχει το χαμηλότερο ποσοστό καπνιστών, μόλις 8%.
Ο Ελληνας καπνιστής καταναλώνει ημερησίως κατά μέσο όρο 18,13 τσιγάρα. Ο αριθμός αυτός είναι ο υψηλότερος στην Ε.Ε., όπου ο μέσος όρος είναι 14,1. Από πλευράς ηλικιών, το 46% των Ελλήνων, σχεδόν οι μισοί δηλαδή, μεταξύ 46-54 ετών καπνίζουν.
Τα στοιχεία του Ευρωβαρομέτρου δείχνουν επίσης ότι το ποσοστό των ατόμων που χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά τσιγάρα είναι μόλις 3%. Το κάπνισμα παραμένει ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την υγεία που μπορεί να αποφευχθεί και ευθύνεται για 700.000 θανάτους ετησίως μόνο στην Ε.Ε. Επιπλέον, περίπου το 50% των καπνιστών πεθαίνει πρόωρα, κατά μέσο όρο 14 χρόνια νωρίτερα από τους μη καπνιστές.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Getty images / Ideal image , Shutterstock